«Και τώρα τι προτιμάς;» ρώτησε ο Έρωτας, όταν την είδε μόνη της πεσμένη να αιμορραγεί από το βέλος του… «Λυπάμαι πολύ» συνέχισε «αλήθεια έκανα ό,τι μπορούσα για να τον πετύχω, αλλά η πανοπλία γύρω από την καρδιά του τον προστάτεψε και δεν λαβώθηκε όπως εσύ. Εσύ είχες την καρδιά σου ανοιχτή, αλλά εκείνος όχι. Τώρα το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να σου δώσω δυο επιλογές, ή να τραβήξουμε απότομα το βέλος και να αιμορραγήσεις απότομα και πολύ ή να το τραβήξουμε αργά αργά και να κρατήσει για πολύ το μαρτύριο, αλλά να μην χάσεις πολύ αίμα. Αν το κάνουμε γρήγορα, δεν θα τον ξαναδείς ποτέ. Αν το κάνουμε αργά, θα μπορείς και να τον βλέπεις…».

Το κορίτσι το σκέφτηκε πολύ. Ο καημός και η πίκρα που ο αγαπημένος της δεν ένιωθε τον έρωτα όπως αυτή, την έκαναν να λιποψυχήσει. «Αργά έρωτα, αργά σε παρακαλώ, μήπως και κάτι αλλάξει… μήπως και εντωμεταξύ δει ότι πεθαίνω για κείνον και έρθει να με σώσει. Έστω και την τελευταία στιγμή, εγώ θα ελπίζω…». «Δεν είναι εύκολο, να ξέρεις. Άνθρωποι με κλειστή καρδιά δε συγκινούνται από τις λαβωμένες. Μπορεί κιόλας να σε αποφύγει ακόμα περισσότερο και να γίνει πολύ σκληρός μαζί σου. Αλλά αν αυτό θες, αυτό θα κάνω…».


Και έτσι, το κορίτσι κάθε μέρα υπέφερε από το βέλος και κάθε μέρα αιμορραγούσε ελεγχόμενα και τα δάκρυά της έτρεχαν πάνω στην πληγή να την κάψουν με το αλάτι τους, αλλά και να την επουλώσουν. Τόσο αργά και τόσο βασανιστικά, που ήταν στιγμές που έλεγε πως δε θα αντέξει άλλο.

Και εκείνος στεκόταν εκεί απέναντι και την κοιτούσε. Με εκείνο το αγέρωχο βλέμμα του, ακλόνητος και ασυγκίνητος. Λες και περίμενε να δει αν θα καταφέρει ζήσει για να νιώσει ήρεμος ή αν θα πεθάνει για να την λυπηθεί και να την κλάψει. Γιατί τίποτε άλλο δεν μπορούσε να της προσφέρει.


Η καρδιά του είχε από καιρό ντυθεί με σίδερο και δεν την τρυπούσε κανένα βέλος. Σαν μια κατάρα που ούτε η αγάπη της κοπέλας μπόρεσε ποτέ να σπάσει. Στεκόταν πάντα εκεί, για να την βλέπει και να τον βλέπει. Το θέαμα του προκαλούσε φόβο και ανακούφιση που δεν πληγώθηκε και εκείνος.

Δεν του είχαν πει ποτέ, ότι αν χτυπηθούν και οι δυο καρδιές, τότε η μια γιατρεύει την άλλη και η αγάπη τους κάνει πιο δυνατούς. Ένιωθε ασφαλής και ας ήταν πάντα μόνος. Μόνο πού και πού, τρύπωνε στο μυαλό του η εικόνα της. Να του χαμογελάει γλυκά, να του δίνει την αγάπη της και να του δείχνει ότι τον νοιάζεται.

Με τον καιρό έμαθε να την απωθεί. Τότε εκείνη τρύπωνε στα όνειρά του και τον στοίχειωνε. Ξυπνούσε κάθιδρος και νικημένος. Μέχρι να κουμπώσει πάλι την καρδιά του πιο σφιχτά, μήπως και γλυτώσει από τα κόλπα του Μορφέα. Γιατί το κορίτσι έγινε καλά και έφυγε. Με μια πληγή ακόμα. Αλλά με την καρδιά που είχε πάντα, ζεστή και ανοιχτή. Και τόσο καθαρή και αληθινή, που ποτέ δεν θα συναντούσε ξανά στο διάβα του. Και αυτό ήταν κάτι που ο Έρωτας που τόσο του αντιστάθηκε, φρόντισε να μην το ξεχάσει ποτέ του…

Μαντώ Κάραλη

Advertisements

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.