Ξημέρωσε.. Ο ήλιος ανέτειλε, μα τα μάτια μου έμειναν κλειστά. Τα βλέφαρά μου ήταν βαριά, σαν να κρατούσαν πάνω τους αιχμάλωτες τις μνήμες. Τα μάτια μου με μια κυματώδη θάλασσα γεμάτα, έτοιμη να ξεχυθεί πάνω στα χλωμά μου μάγουλα. Το στήθος μου ήτανε καυτό σαν ηφαίστειο που βράζει λίγο πριν την μεγάλη έκρηξη. Το σώμα μου δεμένο στο κρεβάτι με αόρατες αλυσίδες. Μπαρούτι μύριζε, σαν να ‘χε ξεσπάσει πόλεμος και πάνω στο κρεβάτι πεσμένες ήταν οι πληγές.
Μες στην νύχτα μου αφημένη, ένα όνειρο σαν γιατρός ήρθε για να γιάνει τα τραύματά μου. Ξυπόλητη ήμουν και περπατούσα στο ξύλινο πάτωμα του σπιτιού μου. Τριγυρνούσα από άκρη σε άκρη ψάχνοντας. Μες στην ντουλάπα με τα ακριβά μου ρούχα, μες στο ψυγείο με όλα τα καλούδια και τις νοστιμιές, μες στα παλιά μου βιβλία με τις κιτρινισμένες τις σελίδες, ανάμεσα στις λέξεις. Γνωστούς κι αγνώστους καλούσα και με αγωνία τους ρωτούσα μπας και ήξεραν κάτι να μου πουν αλλά μάταια. Τι έψαχνα;
Λαχανιασμένη σαν ήμουν απ’ την τρεχάλα, σωριάστηκα στον καναπέ και στρώμα σκόνης είδα ότι είχε απλωθεί παντού στο σπιτικό μου. Στο ξύλινο τραπέζι μου και στα φωτιστικά που κρέμονταν απ’ το ταβάνι, στα κλειστά μου μαύρα παντζούρια και στα ξεχασμένα σκεύη μες στο νεροχύτη. Στα γυάλινα θολά μου βάζα, κάτω από το σιδερένιο μου κρεβάτι, στα χειροποίητα θαμπά χαλιά μου και στις φθαρμένες μου πολυθρόνες.
Με μένος άρχισα να καθαρίζω και πέρασαν ώρες πολλές. Δεν έμεινε με το παράπονο ούτε μια μικρή κρυφή γωνίτσα του σπιτιού μου. Κι ύστερα τράβηξα τις κουρτίνες και άνοιξα τα παράθυρα για να μπει φρέσκος αέρας. Σαν τυφώνας με ορμή μπήκε με τόση δύναμη που με πέταξε ξάφνου μακριά. Βρέθηκα μπροστά στον καθρέφτη. Ήταν το μόνο σημείο που δεν είχα ψάξει. Προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν εκεί! Αυτό που έψαχνα, ευθεία εμπρός μου. Με βρήκα! αναφώνησα. Κι έπειτα ξύπνησα…
Λύγισα… Πρώτα αργά τα γόνατά μου και μετά τα ’σφιξα δυνατά σαν να ‘θελα να χωρέσω τις πληγές μου, τα βήματά μου και όσα ακολούθησαν. Με αγκάλιασα και χαμογέλασα. Είχε νυχτώσει πια. Το σώμα μου ένιωθα πιο δυνατό και τις αισθήσεις μου ολοζώντανες, έτοιμες να πετάξουν σε νέους προορισμούς. Η καρδιά μου πιο ελαφριά, σαν φτερό που ταξιδεύει με τον ρυθμό του αέρα. Μες στο όνειρό μου, πίσω στη χώρα των αναμνήσεων επέστρεψαν οι πληγές και κούρνιασαν εκεί και γαλήνεψαν σαν χελιδόνια που επιστρέφουν στη φωλιά τους.
Φόρεσα τα καλά μου. Τον εαυτό μου γυμνό, με ένα λευκό πέπλο στα μαλλιά. Άναψα μερικά κεριά και μετά ένα στικάκι και το άφησα να καίει μέχρι που εξατμίστηκε. Ένας κήπος απλώθηκε μπροστά μου, γεμάτος όμορφα τριαντάφυλλα. Γύρισα το κλειδί και το ακούμπησα στον πάγκο της κουζίνας. Μετά σε κάλεσα για να ‘ρθεις στο σπιτικό μου.
Ο άδειος χώρος μέσα μου σε περίμενε. Φάνηκες μετά από λίγο. Σας έφηβος έμοιαζες. Με έσφιξες μες στα χέρια σου. Ήταν τόσο ζεστά, σαν να ‘χες αγκαλιά τα αστέρια προτού να ‘ρθεις σε μένα. Ξεκλείδωτη η πόρτα απόψε σκέφτηκα. Και μείναμε μαζί, μέχρι που ξημέρωσε…
Vivek