Άναψα πάλι τσιγάρο και χάθηκα μέσα στον καπνό του. Εκεί που πάντα κρύβεσαι, εκεί που πάντα σε ψάχνω…
Πόσος καιρός έχει περάσει κι ακόμη ένα “μου λείπεις” τρεμοπαίζει μέσα μου κι όσο κι αν προσπαθώ, δεν λέει να σβήσει. Πόσος καιρός έχει περάσει κι ακόμη εκεί, να βασανίζει καρδιά, μυαλό και σώμα.
Μου λείπεις! Μου λείπουν τα χείλη σου, μου λείπουν τα μάτια σου, μου λείπει το δέρμα σου, το άγγιγμά σου. Μου λείπεις γαμώτο! Μου λείπει ο τρόπος που μόνο εσύ μπορούσες να με κάνεις να γελάω. Μου λείπει που μόνο σε σένα μπορούσα να λέω ότι θέλω, να μιλάω σαν να μιλάω στον ίδιο μου τον εαυτό.
Μου λείπουν όσα ζήσαμε κι όσα δεν προλάβαμε να ζήσουμε μαζί. Κι αν κάτι μετανιώνω είναι που κατάπια το “αντίο” σου κι αυτός ο εγωισμός μου με κράτησε και δεν ήρθα να σε ταρακουνήσω και να σου ουρλιάξω πως δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, πως δεν πρέπει! Γιατί εγώ ήμουν ο δρόμος σου κι εσύ ο δικός μου. Γιατί εγώ είμαι ο δρόμος σου κι εσύ ο δικός μου ψυχή μου…
Άναψα πάλι τσιγάρο και χάθηκα μέσα στον καπνό του. Κι εσύ εκεί, ξανά μπροστά μου. Κι απλώνω δειλά τα χέρια και χαϊδεύω τρυφερά τα χείλη σου πριν τα φιλήσω. Κι ανοίγω διάπλατα την αγκαλιά μου και σε κλείνω μέσα της, γιατί εκεί ανήκεις…
Πίνω μια γουλιά απ’ το ποτό μου και τρίβω δυνατά το μέτωπό μου. Πόσος καιρός έχει περάσει και πώς μπορεί ακόμη να με βασανίζει η απουσία σου; Πού να βρίσκεσαι κι απόψε; Σε ποια αγκαλιά να χαρίζεις όνειρα;
Άναψα πάλι τσιγάρο και χάθηκα μέσα στον καπνό του. Εκεί που πάντα κρύβεσαι, εκεί που πάντα σε ψάχνω…