Μενού Κλείσιμο

Πόσα “δεν πειράζει” ακόμα, θεωρείς πως χωράνε να στριμώξεις στην ψυχή σου;

Και μ’ ένα “δώσε τόπο στην οργή” συνέχιζες να δέχεσαι, να ανέχεσαι, να υπομένεις. Με ένα “δώσε τόπο στην οργή”, προσπαθούσες να ηρεμήσεις την ψυχή σου, όσο κάποιοι την αδικούσαν, την εκμεταλλεύονταν, την χρησιμοποιούσαν. Με ένα “δώσε τόπο στην οργή”, προσπαθούσες να μην συγκρουστείς, να μην μαλώσεις, να μην επαναστατήσεις έναντι όλων αυτών που πήραν την ανοχή και την υπομονή σου για αδυναμία.


Για έναν ανεξήγητο λόγο πίστευες πως ακόμη κι οι πιο χειριστικοί, ακόμη κι οι πιο εγωκεντρικοί, θα φτάσουν μέχρι ένα σημείο το οποίο δεν θα ξεπεράσουν. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο πίστευες πως η ευγένειά σου μπορεί να θέσει τα όρια, τα οποία θα γίνουν σεβαστά απ’ όλους. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο πίστευες πως η δική σου ανωτερότητα από μόνη της μπορούσε να ορίσει τις κόκκινες γραμμές, που κανείς δεν θα τολμούσε να περάσει…


Και μ’ ένα “δώσε τόπο στην οργή” συνέχιζες να δέχεσαι, να ανέχεσαι, να υπομένεις. Παραμύθιαζες τον εαυτό σου πως η ήρεμη δική σου συνείδηση είναι αυτό που μετράει, πως η καλοσύνη σου κάποτε θα εκτιμηθεί, πως η υπομονή σου είναι αρετή που σίγουρα στο τέλος θα αναγνωριστεί. Και ζήσαν αυτοί καλύτερα… Αυτοί! Όχι εσύ! Γιατί εσύ αφέθηκες αυτοβούλως βορά στα θηρία, ελπίζοντας πως δεν θα σε κατασπαράξουν!

Μα αλήθεια ψυχή μου, πίστεψες πως έτσι πάει το παραμύθι; Γιατί αν περιμένεις ο κόσμος να είναι δίκαιος μαζί σου, απλά επειδή εσύ είσαι δίκαιος, κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Είναι σαν να περιμένεις από ένα πεινασμένο λιοντάρι να μην θέλει να σε φάει, επειδή δεν θέλεις να το φας εσύ. Δεν τιμωρείται πάντα ο κακός. Δεν παίρνει πάντα ο καλός το κορίτσι. Δυστυχώς…

Κι ήρθε η οργή και γέμισε τον τόπο, αυτόν που εσύ της έδινες. Ήρθαν οι αντοχές κι έσπασαν, αυτές που εσύ τέντωνες. Και πήρε φωτιά η ανοχή απειλώντας να κατακάψει τα πάντα γύρω της. Και πήρε φωτιά κι η υπομονή απειλώντας να καταστρέψει ό,τι βρεθεί μπροστά της. Κι ήρθε κι η αδικία που χρόνια δεχόσουν, να σταθεί σαν βραχνάς στο λαιμό σου απειλώντας να σε πνίξει…

Μα πόσο πιο απλά θα ήταν όλα, αν σ’ αγαπούσες λίγο παραπάνω! Γιατί αν σ’ αγαπούσες και σε πίστευες πραγματικά, θα είχες θέσει εξαρχής τα όρια και θα παρέμεναν συγκεκριμένα, δεν θα τα μετακινούσες για να μην ξεβολευτούν οι άλλοι. Αν σ’ αγαπούσες, δεν θα επέλεγες να μπουκώνεις την ψυχή σου με “δεν πειράζει”, για να μην στεναχωρηθούν οι γύρω σου. Αν σ’ αγαπούσες, δεν θα καταπίεζες εσένα, σκύβοντας κι άλλο για να βολευτούν καλύτερα στην πλάτη σου.

Δεν ήταν δύναμη η υπομονή σου μάτια μου, αδυναμία ήταν. Αδυναμία και φόβος, μη και σε κακοχαρακτηρίσουν, μη και δεν σ’ αγαπούν. Μα αλήθεια, έχεις ανάγκη να σ’ αγαπούν και να σε εκτιμούν, άνθρωποι που το μόνο που θέλουν είναι να κλέψουν τα πάντα σου, να εκμεταλλευτούν τα όλα σου, να χρησιμοποιήσουν το κάθετί σου; Μέχρι πότε θα ανέχεσαι, να ανέχεσαι καταστάσεις που σε αρρωσταίνουν; Πόσα “δεν πειράζει” ακόμα, θεωρείς πως χωράνε να στριμώξεις στην ψυχή σου; Κι αλήθεια, πόσο τόπο θα δώσεις ακόμη στην οργή;

 

Κική Γιοβανοπούλου

Advertisements

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Αρέσει σε %d bloggers: