Ένας δρόμος μπροστά και ο ουρανός να έχει ανοίξει έτοιμος να σε πνίξει. Τα μαλλιά σου από τις βαριές σταγόνες θυμίζουν πέπλο καταρράκτη, έτσι όπως έχουν γίνει μια κολλημένη μάζα με το βρεγμένο σώμα σου. Δεν σε νοιάζει. Τρέχεις. Τρέχεις κι όπου σε βγάλει. Δεν δίνεις σημασία σε κανέναν δίπλα σου. Σε κοιτούν γεμάτοι περιέργεια, μα ούτε αυτό είναι ικανό να σε σταματήσει. Νομίζεις πως ακούς κάποια στιγμή μια φωνή ενός περαστικού «Πού πας με τέτοια νεροποντή; Τρελάθηκες;». «Ίσως και να τρελάθηκα..» σκέφτεσαι. “Μα ποιος νοιάζεται…”.
Μια λύτρωση ζητάς. Ένα ξέπλυμα να σε απαλλάξει από το βάρος του πόνου που σέρνεις τα τελευταία χρόνια. Ξέρει κανείς τι περνάς; Όχι. Ξέρει κανείς τι σταυρό κουβαλάς στις πλάτες σου; Και πάλι όχι. Όταν κλείνει η πόρτα πίσω και πετάς τη μάσκα που συντρόφευε τη μέρα σου, είσαι εσύ και μόνο εσύ. Ο εαυτός σου παρέα με εσένα. Εύκολη η συγκατοίκηση; Δύσκολο ερώτημα για να απαντήσω. Πολλές φορές δεν αναγνωρίζουμε εμάς τους ίδιους ή καλύτερα αυτό το οποίο έχουμε γίνει. Άλλες πάλι, είμαστε τόσο καλοί υποκριτές, που έχουμε μάθει άπταιστα το ρόλο που επιλέξαμε και πραγματικά δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το αληθινό από το πλαστό μας “εγώ”. Και το βραβείο Όσκαρ καλύτερης υποκριτικής, πηγαίνει… ταν ταν ταν (σιγή αγωνίας) σε εσένα!
Βηματισμοί αργοί, ανώφελοι, συνεχίζουν τη δίκη τους πορεία. Στιγμές, αναμνήσεις, όλα μαζί γυρίζουν μέσα σου, που θέλεις τόσο πολύ να από διώξεις, μα δεν μπορείς. Νιώθεις αδύναμη, ανίκανη να παλέψεις με όλο αυτό το τέρας που μεγαλώνει μέσα σου. Προσπαθείς να κραυγάσεις με ό,τι έχει απομείνει, μα δεν βγαίνει φωνή. Ένας κόμπος έχει σταθεί και παλεύει με τις λέξεις. Η μάχη άνιση… Συνεχίζεις να περπατάς, πλέον κουρασμένη, εξουθενωμένη, μέχρι που το συνειδητοποιείς… Μονόδρομος! Τώρα είναι ξεκάθαρο πια. Όσο κι αν τρέξεις, δεν θα ξεφύγεις από εσένα…
Αικατερίνη Χριστοδούλου