Ένα “φεύγω” η ζωή μου όλη. Ένα κυνηγητό από συναισθήματα και μονιμότητα, που μόνο σαν σκέψη στέρευαν το οξυγόνο στα πνευμόνια μου. Ένα “φεύγω” σημαία καρφωμένη στο κατάρτι μου, με τα κανόνια οπλισμένα, έτοιμα να εκτελέσουν κάθε εισβολέα.
Κι ήρθες εσύ κι έβγαλα ρίζες, πάσχισα να στεριώσω στο δικό σου λιμάνι. Ξεπούλησα όσο όσο αυτά που χρόνια κουβαλούσα στο αμπάρι κι έπιασα το χέρι σου, μόνη πυξίδα. Ήρθες και μέσα στα μάτια σου είδα τον προορισμό που έψαχνα χρόνια, τον προορισμό που ήθελα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου. Εσένα θαρρείς έψαχνα. Την δική σου αγκαλιά, το δικό σου άγγιγμα. Εσένα θαρρείς αναζητούσα σε κάθε μου ταξίδι. Κι ήρθες εσύ κι έβαλα με τα ίδια μου τα χέρια φωτιά σ’ όλα τα “φεύγω” που κρατούσα εκεί, στην άκρη της γλώσσας. Ήρθες κι έβαλα φωτιά σ’ ένα παρελθόν που δεν είχε το άρωμά σου, σ’ ένα παρελθόν που δεν είχε το χαμόγελό σου. Αυτό το χαμόγελο που έγινε ο δικός μου φάρος…
Απρόβλεπτη η θάλασσα και το φως απ’ τα μάτια σου μου έκρυβε την ξέρα. Τραγούδι σειρήνας ήταν τα “σ’ αγαπώ” και τα “για πάντα” που μου ορκιζόσουν. Κι ήταν σφοδρή η σύγκρουση και διέλυσε ολοσχερώς το σκαρί μου. Το ρήμαξε, το κομμάτιασε κι ήρθε και το άξαφνο φευγιό σου κι έβαλε φωτιά σ’ ότι είχε απομείνει… Σακατεμένο κι άδειο σέρνω από τότε το κορμί, που σαν υπνωτισμένο ψάχνει λιμάνι να σου μοιάζει. Μα τίποτα δεν έχει το άρωμα και το χρώμα σου. Τίποτα δεν έχει τη γεύση και την αλμύρα σου. Ένα “φεύγω” η ζωή μου όλη. Ένα “φεύγω” που συνεχίζει να με ταξιδεύει ρημαγμένη και μισή, ψάχνοντας να βρει κάτι να σε θυμίζει…
Κική Γιοβανοπούλου