Γύρισες και αποσυντονίστηκες! Μα τι περίμενες; Ότι θα έβρισκες τη στάχτη χωρίς τον φοίνικα; Πλανάσαι! «Άλλαξες!» είπες και προφανώς δεν εννοούσες την εξωτερική μου εμφάνιση. Διέκρινα μια δόση απορίας. Φυσικά και άλλαξα. Μα τι περίμενες; Η ζωή είναι μικρή και τα μαθήματα μεγάλα και πρέπει να τα αφομοιώνουμε γρήγορα.
«Έλα να κάτσουμε να συζητήσουμε» είπες, λες και δεν είχαμε ήδη πει ό,τι ήταν να πούμε. Έμεινες να με κοιτάς με το βλέμμα του ροφού όταν σου είπα «Βαριέμαι». Τι είπε; Βαριέται; Βαριέται αυτή που όταν σφύριζα κουνούσε την ουρά της σαν κουτάβι που θα έβγαινε βόλτα; Βαριέται; Ναι! Επιτέλους βαριέται! Για την ακρίβεια βαριέται εδώ και καιρό. Βαριέται να χαλάει τη διάθεσή της παρακαλώντας για τα αυτονόητα. Βαριέται να πέφτει στα πατώματα τα βράδια με απορίες και αμφιβολίες. Βαριέται. «Δεν ήσουν έτσι» είπες. Όχι δεν ήμουν. Κι έβαλες μια χαρά το χεράκι σου για να μην είμαι ποτέ ξανά όπως ήμουν. Μα μάντεψε! Από το ολοκαύτωμα βγήκε η καλύτερη εκδοχή μου! Και μη βιαστείς να χαρείς. Δεν είναι δικό σου δημιούργημα. Όλα τα credits δικά μου! Όλα!
Σε βλέπω να με κοιτάς σαν χαμένος. Συχνά με την άκρη του ματιού μου σε πιάνω να με παρατηρείς καθώς χαζεύουμε ταινία. Απλώνεις το χέρι σου ανάμεσά μας, περιμένοντας να απλώσω το δικό μου και να το πιάσω. 1…2…3…4… το ξαναμαζεύεις και ξεφυσάς. Έτσι είναι. Δεν γίνεται να επιστρέφεις άνευ όρων και τον όρο τον έχω βάλει εγώ πια. Εμείς οι δυο μόνο φίλοι! Και όχι, στα φιλικά δεν μπαίνουν τα καλύτερα γκολ! Όσο κι αν φαίνεται άβολο. Όσο κι αν ζορίζεσαι να το καταπιείς. Ένας όρος, χιλιάδες όρια!
Λυπάμαι τόσο αλήθεια που ξεβολεύεσαι! Λυπάμαι ακόμα και που θυμώνεις (αν και μεταξύ μας δεν σε παίρνει, εσύ τα έκανες θάλασσα, θυμάσαι;). Λυπάμαι που κάνεις σπασμωδικές κινήσεις για να με κάνεις να γυρίσω έστω και λίγο σε αυτό που ήξερες. Πόσο πολύ μου θυμίζεις εμένα, δεν φαντάζεσαι. Μου θυμίζεις πού ακριβώς δεν θέλω να ξαναβρεθώ ποτέ. Έμαθα δυο λέξεις που τις έχω πια οδηγό. Όρια και στεγανά. Με αυτές μπορείς να μάθεις κι εσύ να ζεις, γιατί εγώ δεν κάνω πλέον πίσω.
Despina Alice Paulson