Την αγάπησες την μοναξιά σου, μέσα της γνώρισες ποια είσαι και σε πίστεψες. Τ’ αγάπησες τα σκοτάδια σου, μέσα τους λύγισες, πόνεσες, μάτωσες, πέθανες κι αναστήθηκες αμέτρητες φορές. Μέχρι που ήρθε η στιγμή, η δική σου σωστή στιγμή να βγεις στο φως. Ν’ αφήσεις πίσω τα μοναχικά βράδια στον καναπέ με ταινίες, τις νύχτες στο μπαλκόνι κοιτώντας τον ουρανό μ’ ένα μόνο ποτήρι κρασί στο τραπέζι. Ήρθε η δική σου στιγμή να νιώσεις την ανάγκη για μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα χάδι. Ήρθε η στιγμή που ένιωσες να σου λείπει ένα κορμί να ζεσταίνει το δικό σου όταν κοιμάσαι, που ένιωσες να σου λείπουν ψιθυριστά “σ’ αγαπώ” να γεμίζουν χρώματα την ψυχή σου. Ήρθε η στιγμή που ένιωσες πως θέλεις να γίνεις ο άνθρωπος κάποιου και κάποιος ο άνθρωπός σου…


Κι είναι τέτοια η ανάγκη σου να νιώσεις, που αφήνεσαι σαν παιδί. Δεν κρατάς πισινές, δεν υψώνεις άμυνες. Άοπλη στέκεσαι μπροστά σ’ εκείνα τα μάτια που σε κοιτούν τόσο τρυφερά. Άοπλη μ’ όλη την αλήθεια σου, όλη την ψυχή σου, τυλίγεις τα χέρια σου γύρω από εκείνη την καρδιά που νιώθεις να ζεσταίνει την δική σου. Και γεμίζει το “είναι” σου χρώματα κι αρώματα. Και γεμίζουν τα μάτια σου χαρά και ευτυχία. Κι είναι το χτύπημα σφοδρό, όταν καταλάβεις πόσο μοντάζ ήταν όλα. Είναι σφοδρό, όταν αντιληφθείς πως απλά χρησιμοποιήθηκες και καμία αξία δεν είχαν όσα από καρδιάς χάρισες. Είναι σφοδρό, όταν αισθανθείς πως ήταν στημένο το παιχνίδι απ’ την αρχή…


Κι είναι τόσες οι παγίδες σ’ αυτό το “παιχνίδι”! Παγίδες που είχες ξεχάσει πως υπήρχαν, παγίδες που ήλπιζες να μην σε ξαναεγκλωβίσουν. Ψεύτικα προσωπεία και τρομαχτικά μικροί άνθρωποι, που παλεύουν με νύχια και με δόντια να σε πείσουν για το μεγαλείο τους. Προσποιητά χαμόγελα και δήθεν αληθινές αγκαλιές, που σε περιμένουν στη γωνία για να σε μαχαιρώσουν πισώπλατα. Μεγάλα, ευφάνταστα λόγια και όμορφες, γλυκές μελωδίες που έχουν σαν μόνο στόχο να σε ζαλίσουν, για να καταφέρουν να σε αποτελειώσουν πιο εύκολα…

Κι εσύ δεν συγχωρείς τον εαυτό σου που δεν είδες, που δεν κατάλαβες, που δεν αντιλήφθηκες. Θυμώνεις με σένα που αφέθηκες να πιστέψεις, να παραμυθιαστείς. Θυμώνεις με σένα γιατί διψούσες τόσο για συναίσθημα, που εύκολα βάφτισες έρωτα κάποιον που ήταν απλά περαστικός, κάποιον που απλά είδε φως και μπήκε. Κι έρχονται μετά τα ερωτήματα και σε τιμωρούν. Πού θα βρεις την αγάπη που ψάχνεις; Πού θα βρεις το συναίσθημα που έχεις ανάγκη; Γιατί δεν κατάφερες να ξεχωρίσεις τον “πρίγκιπα” απ’ τον “κακό λύκο”; Δεν φταις εσύ ψυχή μου. Δεν φταις που οι κανόνες του “παιχνιδιού” έχουν αλλάξει και δεν ταιριάζουν στην καρδιά σου. Δεν φταις που κάποιοι διαλέγουν να ληστεύουν φως απ’ το φως σου, γιατί δεν έχουν δικό τους. Δεν φταις που δεν ξέρουν ν’ αγαπούν. Δεν φταις που στον κόσμο μας η αλήθεια φαντάζει πια εξαίρεση.

Και μην προσπαθήσεις να καλύψεις το φως σου, μην και στο κλέψουν. Μην προσπαθήσεις να τους μοιάσεις για να προστατευτείς. Έτσι να μείνεις, αληθινή κι αυθεντική. Έτσι να μείνεις, να είσαι εσύ η εξαίρεση, αυτή που όλοι ψάχνουν. Κι αν πάλι ύπουλα σου επιτεθούν για να σου κλέψουν ψυχή, μην φοβάσαι, έχεις ακόμη πολύ περίσσευμα μέσα σου. Και χάρισέ τους κι ένα χαμόγελο φεύγοντας, έτσι για την αλητεία! Θα το δει η αγάπη το φως σου σύντομα και θα το αγκαλιάσει όπως του αξίζει…

Κική Γιοβανοπούλου

Advertisements

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.