Η Λενιώ καθόταν πάνω από το άψυχο κορμί του αγαπημένου της. Πριν λίγα λεπτά άφησε την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της. Η Λενιώ είχε μείνει ακίνητη. Τον κρατούσε στην αγκαλιά της, κοιτούσε το πρόσωπό του. Τίποτα δεν δήλωνε ίχνος ζωής. Έτσι ξαφνικά η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει. Λίγο πριν σβήσει για πάντα, την φώναξε δίπλα του. Της χαμογέλασε και τις είπε “σ’ αγαπάω!”. Της ζήτησε μια αγκαλιά. Η Λενιώ δεν ήξερε ότι αυτή ήταν η τελευταία του λέξη…

Τον ακούμπησε στο κρεβάτι του και τότε κατάλαβε ότι η ψυχή του δεν ήταν πλέον στο σώμα του. Ένιωθε την ψυχή του μέσα στον χώρο. Ένα δωμάτιο σκοτεινό, μα σε μια γωνία υπήρχε ένα δυνατό φως. Για μια ώρα η Λενιώ τον κρατούσε στην αγκαλιά της, δεν μιλούσε. Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε. Μόλις τον πήραν από δίπλα της, μόλις είδε το φέρετρο, τότε ένιωσε ένα τεράστιο κενό μέσα της. Ένα αεράκι διαπέρασε το κορμί της και πάγωσε τα πάντα μέσα της. Δεν άντεχε να βρίσκεται σε αυτό το δωμάτιο, μάζεψε τα πράγματα της και έφυγε σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι της.


Μόλις μπήκε στο διαμέρισμά της, τότε ήταν που λύγισε και μια κραυγή μέσα της έκανε την ψυχή της κομμάτια. Τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε και δεν σταματούσαν. Νωρίς το ξημέρωμα την πήρε ο ύπνος από την ψυχική κούραση.

Πέρασαν μήνες και η Λενιώ δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν. Μόνο στην δουλεία της πήγαινε και αμέσως πήγαινε σπίτι. Ξάπλωνε στον καναπέ και δεν έκανε τίποτα άλλο. Η θλίψη είχε τυλίξει το κορμί της. Κάθε μέρα ο πόνος της μεγάλωνε. Ο χρόνος δεν θεράπευε την ανοιχτή πληγή της.


Στην αρχή δεν μπορούσε να το δεχτεί. Μετά κατηγόρησε τον εαυτό της, μέσα της ήθελε να τον είχε βοηθήσει. Μετά ήρθε ο θυμός για όλα. Είχε στεναχωρηθεί που εδώ και ένα μήνα δεν μπορούσε να τον δει ούτε στα όνειρα της. Ένιωθε μόνη της. Κάθε βράδυ παρακαλούσε στην προσευχή της να τον δει έστω και μια φορά!

Υπήρχαν όμως μέρες που ένιωθε την παρουσία του δίπλα της. Η μυρωδιά του ερχόταν ξαφνικά, δήλωνε την παρουσία του. Η Λενιώ έβρισκε πολλά σημάδια, αισθανόταν τον Κώστα δίπλα της. Πολλές φορές ένιωθε το άγγιγμά του. Όχι, δεν ήταν τρελή, ήταν σίγουρη ότι ήταν εκεί μαζί της. Την πρόσεχε, δεν την άφησε ποτέ.

Είχαν περάσει δύο μήνες όταν για πρώτη φορά τον είδε στο ύπνο της. Ήρθε σαν άγγελος και της χαμογέλασε, της είπε ότι δεν θα την αφήσει ποτέ. Μόλις ξύπνησε αισθάνθηκε την ψυχή της ανάλαφρη. Μετά από καιρό επιτέλους κοιμήθηκε καλά και ήταν ξεκούραστη.

Από τότε κάθε φορά που έφτανε το βράδυ, ήθελε να τον βλέπει ξανά και ξανά. Ζούσε για αυτόν και για τα σκοτάδια. Πολλές φορές δεν ήθελε να ξυπνήσει. Ήθελε να χαθεί μαζί του σε ένα από αυτά τα σύννεφα που ξάπλωνε μαζί του. Κάθε φορά και πιο ήρεμος και ευτυχισμένος. Με μια χρυσόσκονη γύρω του. Μια λάμψη.

Η Λενιώ από τότε ζούσε μόνο για τις νύχτες, για εκείνο το βράδυ που θα τους έφερνε και πάλι μαζί. Οι μέρες της ήταν θλιμμένες, κάθε φορά που έβλεπε τον ήλιο το χαμόγελο της χανόταν και επέστρεφε με το πρώτο φως του φεγγαριού. Οι μέρες της περνούσαν με την ανάμνησή του. Οι φωτογραφίες του ήταν ο μόνιμος σύντροφός της. Μια μπλούζα του, που είχε μείνει κρεμασμένη στην κρεμάστρα, αγκάλιαζε κάθε βράδυ.

Από τότε ζούσε μόνο για αυτόν, για την νύχτα που τα αστέρια γινόταν το φως της αγάπης τους…

 

Της Άνδρεα Αρβανιτίδου

https://www.andreaarvanitidou.com/

Advertisements

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.