Παράξενο δεν είναι; Εσύ εκεί κι εγώ εδώ, μετά από τόσα “σ’ αγαπώ”, μετά από τόσες αγκαλιές, μετά από τόσα κοινά ηλιοβασιλέματα. Μετά από τόσες υποσχέσεις, τόσα όνειρα, τόσα μοιράσματα… Έγιναν αναμνήσεις πια όλα τα “μαζί” μας. Αναμνήσεις που ο χρόνος τις χαϊδεύει και σιγά σιγά τις ξεθωριάζει. Αναμνήσεις που δεν μας πονούν τόσο συχνά, που δεν μας ξενυχτούν τόσο συχνά, που δεν μας τυραννούν τόσο συχνά. “Μας” είπα; Ανάθεμα κι αν ήξερα, αν ακόμη κι αυτό μας ενώνει πια…
Εσύ εκεί κι εγώ εδώ κι ανάμεσά μας πελάγη ψέματα και λάθη. Ανάμεσά μας μίλια προδοσίας και υποκρισίας. Στέκουν αμίλητοι πίσω μου οι δρόμοι που περπάτησα στο πλάι σου. Αμίλητοι και σκοτεινοί, γεμάτοι κινδύνους και παγίδες που με τα ίδια σου τα χέρια έστηνες όταν γαλήνια κοιμόμουν στο πλάι σου. Ποτέ μου δεν έμαθα το γιατί. Ποτέ δεν ρώτησα, θα μου πεις…
Μα τι να ρωτήσω; Γιατί με μαχαίρωνες κρυφά, όταν σου είχα απιθώσει τα κλειδιά της ψυχής μου στα χέρια σου; Τι να ρωτήσω; Γιατί με δηλητηρίαζες αθόρυβα, όταν σου είχα χαρίσει την καρδιά μου με κλειστά μάτια; Δεν ρώτησα. Εσύ έπρεπε να μου δώσεις απάντηση σ’ όλα τα “γιατί” που δημιούργησες. Δεν το έκανες. Κι εγώ δεν ρώτησα. Ίσως δεν άντεχα ν’ ακούσω. Ίσως δεν άντεχα να μάθω. Δεν ρώτησα και ποτέ μου δεν έμαθα το γιατί. Να ρωτήσω γιατί με πούλησες φτηνά; Να ρωτήσω γιατί με διέλυσες; Να ρωτήσω γιατί με σκότωσες; Τι νόημα θα είχε;
Παράξενο δεν είναι; Εσύ εκεί κι εγώ εδώ, μετά από τόσα “σ’ αγαπώ”, μετά από τόσες αγκαλιές, μετά από τόσα κοινά ηλιοβασιλέματα. Μετά από τόσες υποσχέσεις, τόσα όνειρα, τόσα μοιράσματα. Εσύ εκεί κι εγώ εδώ. Αγκαλιά με αναμνήσεις που δεν μας πονούν τόσο συχνά, που δεν μας ξενυχτούν τόσο συχνά, που δεν μας τυραννούν τόσο συχνά. “Μας” είπα;…
Εγώ εδώ, αγκαλιά με αναμνήσεις που ο χρόνος παλεύει να ξεθωριάσει, με τα μαχαίρια που κρυφά κάρφωνες στην πλάτη μου όσο γαλήνια κοιμόμουν στο πλάι σου. Εδώ, αγκαλιά μ’ όλα τα ψέματα που άνανδρα μου χάρισες κοιτώντας με στα μάτια. Ακόμη εδώ, να μετράω ένα ένα τα ψέματά σου για ν’ αποκοιμηθώ…
Κική Γιοβανοπούλου