Κι αν αναρωτιέσαι τι κάνω… ακόμη εδώ, αγκαλιά τα βράδια με σκέψεις, αναμνήσεις και παλιές φωτογραφίες. Να θυμάμαι, να προσπαθώ να ξεχάσω. Να ανάβω φώτα, να σβήνω λάθη. Εδώ, αγκαλιά με τις αγκαλιές που ξέχασες, αγκαλιά με τα λόγια που φτηνά πούλησες, αγκαλιά με τα “σ’ αγαπώ” που λέρωσες. Κι αν αναρωτιέσαι πώς είμαι… κενή και άδεια. Λες και πατήθηκε ένα κουμπί και μετά το “τέρμα” που μου πέταξες, έφυγε από μέσα μου κάθε συναίσθημα. Κανένας πόνος. Καμία απουσία. Κανένα δάκρυ. Ούτε ένα! Πάγωσαν θαρρείς τα μάτια κι η ψυχή μου. Κι αν αναρωτιέσαι πού είμαι… εδώ που μ’ άφησες. Με τους δαίμονες που ξέχασες φεύγοντας. Να παλεύω, να ματώνω, να πέφτω, να σηκώνομαι. Να πεθαίνω, ν’ ανασταίνομαι και πάλι απ’ την αρχή.
Μόνο που κρυώνω… κρυώνω πολύ! Κι αυτή η ανάμνηση απ’ το κορμί σου δίπλα στο δικό μου, αυτή η ανάμνηση απ’ τη θέρμη εκείνης της αγκαλιάς μας, ρίχνει κι άλλο θαρρείς τη θερμοκρασία. Πάγωσε θαρρείς το κορμί και η καρδιά μου. Μόνο που φοβάμαι… φοβάμαι πολύ! Μην και ξεχάσω πόσο με πόνεσες, μην και ξεχάσω πόσο σκληρά με πρόδωσες, μην και ξεχάσω τις πληγές που μου άνοιξες. Μην και με νικήσουν αυτές οι αναμνήσεις απ’ τα μάτια σου. Μην και με κερδίσουν οι αναμνήσεις απ’ τα φιλιά σου.
Κι αν αναρωτιέσαι τι κάνω… εδώ, σκοτώνω αναμνήσεις.
Κι αν αναρωτιέσαι πώς είμαι… πληγωμένη, αλλά ζωντανή.
Κι αν αναρωτιέσαι πού είμαι… στο σκοτεινό δωμάτιο της ψυχής μου, παλεύοντας ν’ ανάψω τα φώτα.
Κική Γιοβανοπούλου