Στεκόσουν εκεί αμίλητος, σοβαρός, με την ωριμότητα του άντρα που πιστεύει στον εαυτό του. Το βλέμμα σου με κάρφωνε όλη νύχτα. Αναμετριόμασταν.
Η φίλη μου να παραμιλά “Mακριά απ’ αυτόν!”, μέσα μου όμως πάλευε το καρδιοχτύπι με τη λογική. Κάτι στο βλέμμα σου με καθήλωσε κι είχα τόση ανάγκη από μια συντροφιά. Κι ήλθαν τα πρώτα φτερουγίσματα και πέρασαν. Ακόμα κι ο έρωτάς σου ήταν κυριαρχικός. Άρχιζα να πνίγομαι…
“Δεν θέλω!” θυμάμαι να σου φωνάζω. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό ήσουν καρφωμένος στη σκέψη σου. Απαιτούσες να ξέρεις πού πήγαινα και τι έκανα.
Γιατί σου ‘δωσα δεύτερη ευκαιρία; Γιατί έμεινα μαζί σου στο ίδιο σπίτι; “Μάνα θέλω να φύγω! Να χωρίσω!” κραυγή βοήθειας παντού.
Μέχρι το τέλος… Μ’ άρπαξες και μ’ αποτέλειωσες…
Της Στέλλας Σωτήρκου