1997, ο Γιώργος 22 ετών, αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, όμορφος και πολλά υποσχόμενος νέος, ξεκινάει για το πρώτο του ταξίδι με κρουαζιερόπλοιο στην Καραϊβική. Η Τζούλι 29 ετών, πρώην μοντέλο από την Αμερική ανάμεσα στους επιβάτες του κρουαζιερόπλοιου, μαζί με τον άντρα της και την 3χρονη κορούλα της. Στην διάρκεια του ταξιδιού, γνώρισαν τον νεαρό αξιωματικό και έκαναν αρκετή παρέα οι τρείς τους. Η έλξη ανάμεσα στη Τζούλι και τον 22χρονο Γιώργο αρχίζει να γίνεται όλο και πιο έντονη. Με ειδυλλιακό φόντο τα γαλαζοπράσινα νερά της Καραιβικής και το πολυτελές κρουαζιερόπλοιο, ο έρωτας δεν αργεί να έρθει για τον 22χρονο Σκιαδόπουλο, αλλά για την όμορφη Τζούλι, η οποία μέσα από έναν κουρασμένο γάμο, γνωρίζει ένα νέο άντρα, ένστολο, αξιωματικό του πλοίου να την φλερτάρει.
Το ταξίδι τελειώνει, αλλά η επικοινωνία τους μόλις αρχίζει…
Ένα χρόνο μετά το πρώτο ταξίδι, τον Φεβρουάριο του 1998, η Τζούλι που είναι πια σε διάσταση με τον άντρα της, πηγαίνει για κρουαζιέρα μόνη και συναντάει τον Σκιαδόπουλο. Ο Σκιαδόπουλος την συστήνει ως αρραβωνιαστικιά του. Όταν αυτό το ταξίδι του ονείρου τελειώνει, έχουν αποφασίσει να παντρευτούν και να ζήσουν στην Καβάλα. Θέλουν και οι δυο να φτιάξουν οικογένεια, έτσι ο Σκιαδόπουλος αποφασίζει να παραιτηθεί από το Ναυτικό και να εργαστεί ως ταξιτζής. Τον Αύγουστο, αφού έχει εγκαταλείψει την καριέρα του, επισκέπτεται την Τζούλι στο σπίτι της μητέρας της στο Νιου Τζέρσεϋ.
Στα μέσα Οκτωβρίου έχει πια βγει το διαζύγιο της Τζούλι. Στα τέλη του μήνα πραγματοποιεί το πρώτο της ταξίδι στην Καβάλα, ώστε να κανονίσουν με τον Σκιαδόπουλο τον πολιτικό γάμο τους. Στο επόμενο ταξίδι της στις ΗΠΑ, στις αρχές Νοεμβρίου, η Τζούλι συμφωνεί να παραχωρήσει στον άντρα της την κηδεμονία της κόρης τους. Επιστρέφει στην Ελλάδα με το πρώτο μέρος του χρηματικού ποσού από το διαζύγιό της, 150.000 δολάρια. Το φόντο σε αυτή τη φάση της ζωής της είναι η επαρχιακή πόλη τον χειμώνα. Η Τζούλι εκεί συνειδητοποιεί ότι δεν θα έχει πια λόγο στη ζωή της κόρης της και θα μένει μακριά της. Ο Σκιαδόπουλος δεν έχει εκπληρώσει ακόμη τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και το να μετακομίσουν στις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ στα σχέδιά τους. Το συναρπαστικό εξωτικό ταξίδι της γνωριμίας τους είναι πια μακρινό. Οι ορμόνες που είχαν στήσει τρελό χορό την εποχή του έρωτά τους, έχουν ηρεμήσει. Η Τζούλι έχει τύψεις, φοβάται ότι χάνει για πάντα την κόρη της και σχεδιάζει ξανά ένα ταξίδι στις ΗΠΑ. Ο Σκιαδόπουλος φοβάται ότι θα χάσει τη Τζούλι, ότι αν κάνει αυτό το ταξίδι στην Αμερική, ίσως δεν ξαναγυρίσει…
Τον Ιανουάριο του 1999 προγραμματίζουν ένα σύντομο ταξίδι οδικώς στην Αθήνα. Θα παραλάβουν μερικά πράγματα της Τζούλι που έστειλε ο άντρας της και θα γνωρίσει ο Σκιαδόπουλος την μέλλουσα νύφη στη μητέρα του. Στις 8 Ιανουαρίου με το νοικιασμένο αμάξι του Σκιαδόπουλου, ξεκινούν από την Καβάλα προς Αθήνα.
Το έγκλημα θα περιγραφεί αργότερα στα έντυπα ως «φρικιαστική δολοφονία», αλλά αυτό καθεαυτό το έγκλημα δεν είχε περισσότερα στοιχεία φρίκης από όσα έχει κάθε έγκλημα. Εκείνο που δικαιολογούσε αυτόν τον χαρακτηρισμό, οφείλεται στο τι ακολούθησε με τη σορό της Τζούλι Σκάλι. Ο Σκιαδόπουλος σε κατάσταση πανικού, αποφασίζει να εξαφανίσει το πτώμα. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πώς έβλαψε τη γυναίκα που δήλωνε ότι αγαπούσε τόσο πολύ. Εξάλλου, ήταν πάντα ένας ήσυχος και καλός άνθρωπος, δεν θέλει να χαρακτηριστεί δολοφόνος. Βάζει το πτώμα στο πορτ μπαγκάζ, πηγαίνει στο πιο κοντινό βενζινάδικο, γεμίζει ένα μπιτόνι βενζίνη και κατευθύνεται προς τη λίμνη, κοντά στο σημείο που είχαν σταματήσει νωρίτερα. Επιχειρεί να κάψει το πτώμα, αλλά δεν ξέρει ότι για να γίνει αυτό χρειάζεται μεγάλη φωτιά σε περιορισμένο χώρο και πολύ υψηλές θερμοκρασίες.
Στη συνέχεια, αποφασίζει να βάλει το πτώμα σε βαλίτσα. Επιστρέφει στην Καβάλα, στο σπίτι της γιαγιάς του, όπου θυμάται ότι υπάρχει μια μεγάλη βαλίτσα. Το κεφάλι της Σκάλι όμως εξέχει. Με ένα σιδεροπρίονο που έχει στο σπίτι, αποκόβει το κεφάλι και επιστρέφει στην Εθνική Οδό. Πετάει η βαλίτσα με το ακέφαλο, καψαλισμένο πτώμα στη λίμνη και κατευθυνόμενος πάλι στην Καβάλα πετάει το κεφάλι στη θάλασσα.
Επί δεκαοκτώ ημέρες προσπαθούσε να κρύψει το έγκλημά του. Κατασκεύασε την ιστορία με την εξαφάνιση της Τζούλι στην Ομόνοια, άλλαξε τις ημερομηνίες λέγοντας ότι το ταξίδι τους στην Αθήνα ήταν στις 10 Ιανουαρίου, την αναζητούσε στις τηλεοπτικές εκπομπές… Οι αντιφάσεις του όμως έκαναν την αστυνομία να τον υποπτευθεί πολύ νωρίς.
Ομολόγησε τελικά ότι εκείνος με τα ίδια του τα χέρια, την σκότωσε. Ο νεαρός ναυτικός είπε ότι προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά δεν βρήκε τη δύναμη. Ήταν 26 Ιανουαρίου 1999, όταν οδήγησε τους αστυνομικούς στο σημείο του εγκλήματος. «Θέλω να μείνει για πάντα στην Eλλάδα και όχι να την πάνε στην Aμερική για ταφή» ψέλλιζε. Ο άντρας της Σκάλι παρέλαβε τη σορό της. Παρά τις έρευνες δυτών στο σημείο που τους οδήγησε ο Σκιαδόπουλος, το κεφάλι της Τζούλι Σκάλι δεν βρέθηκε ποτέ.
Πρωτοδίκως ο Σκιαδόπουλος καταδικάστηκε το 1999 σε ισόβια. Ο πρώην σύζυγος της Τζούλι, που είχε έρθει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρακολούθησε ανέκφραστος την ακροαματική διαδικασία, ενώ οι χωρισμένοι γονείς του κατηγορουμένου έκαναν την αυτοκριτική τους. Όπως είπαν, δεν του προσέφεραν μια ομαλή οικογενειακή ζωή και μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία, εξαιτίας των τσακωμών τους. Το 2002 στο Εφετείο η ποινή του μειώθηκε σε 23 χρόνια λόγω πρότερου έντιμου βίου και καλής διαγωγής μετά την πράξη. Στη φυλακή ήταν υποδειγματικός κρατούμενος. Παρακολουθούσε μαθήματα του Ελεύθερου Πανεπιστημίου και βυζαντινής μουσικής.
Αποφυλακίστηκε το 2009 με περιοριστικούς όρους. Δεν μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό και πρέπει να εμφανίζεται τακτικά στο αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του. Αργότερα, παντρεύτηκε μια γυναίκα από τη Γουατεμάλα, που εργαζόταν ως αρχιλογίστρια σε κρουαζιερόπλοιο.
Πηγές : Athensvoice, Ethnos, Astinomiko.gr
Επιμέλεια κειμένου: Χρύσα Αβραμίδου