Ήμουν η ζωή σου, το φως σου μου ‘λεγες, θυμάσαι; Με πρόσεχες, όπως προσέχουν τα ακριβά κρύσταλλα για να μη σπάσουν. Με προστάτευες σαν τον φύλακα άγγελο, από κάθε κίνδυνο μην πληγωθώ, θυμάσαι; Ήμουν ό,τι πολυτιμότερο είχες μου ‘λεγες, θυμάσαι; Πώς φτάσαμε τώρα να μη μιλιόμαστε; Πώς φτάσαμε τώρα να μην αγαπιόμαστε; Τι έκανα λάθος; Τι έκανες λάθος; Όλα άλλαξαν, τίποτα δεν έμεινε που να θυμίζει εκείνες τις ημέρες, τίποτα που να θυμίζει εμάς. Το έβλεπα στο βλέμμα σου, το άκουγα στα λόγια σου, το ένιωθα στο άγγιγμά σου. Ήξερα πως ερχόταν το τέλος.
Ήθελες καιρό τώρα να μου μιλήσεις μα όλο το απέφευγες. Ήσουν ανήσυχος, νευρικός, όλα σ’ ενοχλούσαν. Έβλεπα την αλλαγή στη στάση σου αλλά δεν μιλούσα. Είχα καταλάβει πως κάτι σε απασχολούσε, όμως δεν σε ρωτούσα. Ένιωθα πως πλησίαζε η στιγμή που όλα θα τέλειωναν, αλλά σιωπούσα, δεν ήθελα να σε βοηθήσω, δεν ήθελα να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση. Περίμενα εσύ να κάνεις την αρχή του τέλους, να βρεις το θάρρος αντρίκια και να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου. Όμως δείλιασες να μου μιλήσεις, ντράπηκες να μ’ αντικρίσεις.
Τι νόμιζες; Θα έπεφτα στα πατώματα για χάρη σου; Ή μήπως θα σε παρακαλούσα να μείνεις; Το εύθραυστο κοριτσάκι που είχες καλά πλασμένο στο μυαλό σου δεν υπήρχε πια και δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ. Δεν ζήτησα ποτέ σύντροφο από λύπηση, ούτε έρωτα από οίκτο. Δεν θα σ’ εμπόδιζα ποτέ να φύγεις, δεν θα σε παρακαλούσα ποτέ να μείνεις. Μην ανησυχείς για μένα, θ’ αντέξω και χωρίς εσένα.
Σοφία Β.