,

Saturday Night Stories – Ταχύτητες Σαββάτου

Ξύπνησε όταν ο ήλιος είχε πια δύσει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της με νωχελικές κινήσεις και έψαξε στο σκοτάδι να βρει το κινητό της. Δέκα αναπάντητες, οκτώ μηνύματα και απανωτά κουδουνίσματα στο μέσεντζερ. Το ξανάκλεισε και μπήκε στο μπάνιο. Μετά το χθεσινό ξενύχτι δεν ήθελε να δει και να μιλήσει σε κανέναν. “Μόνο τη μάνα μου να πάρω μη γεννήσει κι άλλο παιδί απ’ την αγωνία της! Όχι τίποτα άλλο, αλλά είναι σοβαρές οι πιθανότητες να μου μοιάζει!”. Πήρε το σταθερό στα χέρια της και κάλεσε τον αριθμό. Ποτέ δεν αποθήκευε νούμερα τηλεφώνων στη μνήμη. Αφού έκανε αυτό που έπρεπε, έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε στο μπάνιο.


Το καυτό νερό έτρεχε πάνω της σχεδόν ζεματώντας το κορμί της. Δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της, παρασύροντας μαζί τους και τη μαύρη μάσκαρα. Πήρε τη λούφα και έτριβε το σώμα της σαν να ήθελε να γδάρει το πετσί της. Όταν βγήκε από το μπάνιο, ένιωθε ακόμα πιο εξαντλημένη. Μπαίνοντας στο δωμάτιό της να πάρει καθαρές πιτζάμες, έπεσε το μάτι της στο μαύρο δερμάτινο τζάκετ της, που ήταν πεταμένο στο πάτωμα. “Βρε μήπως;” σκέφτηκε να βγει απόψε. Ήταν σαββατόβραδο. Από την άλλη, έτσι που τα έκανε χθες με ποιον να έβγαινε; Ο Σάββας δεν θα ήθελε να την ξαναδεί και η παρέα της ούτε ήξερε που βρισκόταν εκείνο το βράδυ. Απόλυτο ναυάγιο. Η αλήθεια είναι ότι ούτε εκείνη άντεχε να βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη μετά από αυτό που έκανε, αλλά αυτή η σχέση έπρεπε να τελειώσει πια. Ένιωθε ένα κενό, ταυτόχρονα με μια απίστευτη αναγούλα. “Μία σου και μία μου, αγάπη μου!” σκέφτηκε. Σήκωσε το τζάκετ από το πάτωμα και το έβαλε στην πλάτη μιας καρέκλας. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το σταθερό της. Δεν αναγνώριζε τον αριθμό στην οθόνη.

-Παρακαλώ; 


-Έλα, ρε κοπελιά, που είσαι; Έχω στηθεί έξω από το Cubar και σε περιμένω. Άντε, βαρέθηκα! Σε μισή ώρα φεύγω!

Δεν πρόλαβε να απαντήσει. Δεν κατάλαβε καν ποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Έμεινε να κοιτάζει το τηλέφωνο για λίγα λεπτά. Σήκωσε το βλέμμα της στον καθρέφτη και σαν να έβλεπε μια άλλη να της κάνει νόημα “Τι κάθεσαι; Σου είπε στο Cubar…”.

Χωρίς να το πολυσκεφτεί, έβαλε ένα στενό τζιν και ένα μαύρο t-shirt, πήρε το τζάκετ της και το κράνος και κατέβηκε στο πάρκινγκ να πάρει τη μηχανή της. Το μόνο που ήξερε ήταν πως δεν σκεφτόταν λογικά, για την ακρίβεια δεν σκεφτόταν… Άφησε το απόλυτο τίποτα να κατακλύσει το μυαλό της και πάτησε το γκάζι. Μόλις βγήκε στην εθνική, ξεχύθηκε στην άσφαλτο ανεβάζοντας ταχύτητα, ώσπου έφτασε στην παραλιακή και κατευθύνθηκε προς Γλυφάδα. Συνέχισε να τρέχει τσεκάροντας κάθε τόσο το ρολόι της. Όσο πλησίαζε, ένιωθε μια φλέβα στο λαιμό της να χτυπάει όλο και πιο δυνατά. Έφτασε στο Cubar, κατέβηκε από τη μηχανή και μπήκε στο μαγαζί. Έβγαλε από την τσέπη της το κινητό της και πήρε τον αριθμό που την είχε καλέσει στο σταθερό. 

-Έφτασα. Που είσαι; 

-Πλάκα κάνεις;

-Καθόλου. Δεν με κάλεσες και είπες πως με περιμένεις; Είμαι στο μπαρ και έχω ήδη παραγγείλει. Έφυγες;

Πριν προλάβει να κλείσει το τηλέφωνο, ένας ψηλός, μελαχρινός άντρας με ψαρά μαλλιά και μούσι, φάνηκε στην πόρτα. Μαύρο δερμάτινο τζάκετ, μαύρο t-shirt, μαύρο τζιν και κράνος… “Κάποιος μου κάνει πλάκα” σκέφτηκε… Την είδε και την πλησίασε χαμογελώντας.

-Αυτό είναι ό,τι πιο τρελό μου έχει συμβεί. Ήρθες έτσι απλά… 

-“Έλα” δεν μου είπες; Να ‘μαι λοιπόν!

-Μόλις σου έκλεισα το τηλέφωνο κατάλαβα ότι είχα πάρει λάθος αριθμό. Δεν αποθηκεύω στη μνήμη τηλέφωνα. Τα μαθαίνω απ’ έξω. Άσκηση μήπως και γλιτώσω το Αλτσχάιμερ αργότερα… της είπε και συνέχισε να χαμογελάει.

-Και; Μετά δεν πήρες το σωστό; Ώπα λίγο, φίλε! Αν είναι να την κάνω! Δεν θέλω να σου κάνω χαλάστρα και δεν έχω όρεξη για σκηνές.

-Πήρα το σωστό, αλλά δεν απάντησε. Ίσως τελικά να μην ήταν και το σωστό…

-Ok! Τι να σου πω; Κλέλια.

-Α! Χάρηκα! Κυριάκος.

-Βιάζεσαι να χαρείς… του είπε και γέλασε. Θα πιείς τίποτα ή θα με κοιτάς; 

-Ναι, φυσικά. Ό,τι πίνεις. 

-Πίνω ένα περιέ… είσαι σίγουρος;

-Ναι, είπα, ό,τι πίνεις.

Ήταν περασμένες δύο, όταν αποφάσισαν να φύγουν από το μπαρ, αφού έβγαλαν τα εσώψυχα τους μιλώντας ασταμάτητα. Σχέσεις, βλέψεις, παρελθόν, παρόν, μέλλον, όλα πάνω από δυο μπουκάλια περιέ… Βγήκαν έξω και καβάλησαν τις μηχανές τους. Η Κλέλια έφυγε μπροστά, βγαίνοντας στην παραλιακή ξανά και έστριψε με κατεύθυνση προς τη Βούλα. Ο Κυριάκος την ακολούθησε χωρίς να ξέρει που τον οδηγούσε. Το φεγγάρι έλαμπε πάνω από τη θάλασσα και έμοιαζε σαν να παρατηρεί την πορεία τους. Όσο τον έβλεπε από τον καθρέφτη της να πλησιάζει, τόσο επιτάχυνε. Ένα κυνηγητό χωρίς όρους και χωρίς όρια. Μετά από λίγο σταμάτησαν σε ένα άνοιγμα στα λιμανάκια. 

-Πάντα έτσι τρέχεις; τη ρώτησε

-Πάντα έτσι κάνεις; Ακολουθείς όποια τρέχει;

Την κοίταξε στα μάτια και την τράβηξε πάνω του κλείνοντάς της το στόμα με ένα φιλί. 

-Όχι πάντα και όχι όποια… της είπε χαμογελώντας και την ξαναφίλησε.

 

Της Despina Alice Paulson


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.


Create a website or blog at WordPress.com

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading