Στην αρχή μου φάνηκε περίεργο. Ξέρεις τι θα πει να δουλεύεις 27 χρόνια ασταμάτητα και ξαφνικά ένα ωραίο πρωί να σου λένε πως κάθεσαι; Όχι γιατί σε απολύουν, αλλά γιατί κάποιος αιμοβόρος ιός ρουφάει τη ζωή, πνίγοντας την ανάσα σου λέει. Σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας ένα πράγμα!
«Πρέπει να κλειστείς στο σπίτι, μακριά από τα αγαπημένα σου πρόσωπα για να μην κολλήσεις εσύ και οι δικοί σου!». Τι συγκινητικό! Καλέ πόσο σε νοιάζονται! Το σλόγκαν των ημερών. Μην απελπίζεσαι όμως, γιατί το κράτος είναι εδώ, άγρυπνος φρουρός να σε προστατεύει και να σε… πληρώνει κιόλας! Ουάου! Τέλεια!!! Θα πληρώνομαι! (Καλά μη φαντάζεσαι και τίποτα σπουδαίο).
Και στην τελική, με ρώτησες βρε αδερφέ αν θέλω; Όχι βέβαια, φυσικά και δεν θέλω! Θέλω να πηγαίνω στο γραφειάκι μου, να κάνω τι δουλίτσα μου, να ξυπνάω το πρωί, να βάφομαι, να ντύνομαι, να νιώθω όμορφη. Θέλω να κάνω πράγματα χρήσιμα που θα με γεμίζουν. Τώρα βέβαια θα αναρωτιούνται πολλοί «Καλά τι δουλειά κάνει;» ή «Ίσως είναι και η μόνη που της λείπει η δουλειά!». Δεν ξέρω αν είμαι βαρεμένη ή από τις τυχερές, απλά νομίζω πως ο καθένας μας επιλέγει τον τρόπο που χειρίζεται την κατάσταση, αφού τελικά καμιά δουλειά δεν είναι τέλεια.
Και τι θα κάνω όλη μέρα; Με ένα ξεσκονόπανο και μια σφουγγαρίστρα θα την βγάλω; Γνωστόν άλλωστε πως δεν είμαι και καμιά φανατική νοικοκυρά (έως καθόλου εδώ που τα λέμε). Να τριγυρνώ στο σπίτι με τις φόρμες, το μαλλί αχτένιστο, άβαφο και χαλασμένο ημιμόνιμο; Πες μου πώς; Πώς θα αντέξω;
Κι εκεί που περνάει ο καιρός κι έχω αρχίσει σιγά σιγά να συνηθίζω την γλυκιά θαλπωρή του σπιτιού, τον γλυκό πρωινό ύπνο, την χαλάρωση στον καναπέ και τον εθισμό στο Netflix, έρχονται και μου λένε πως σε μια βδομάδα τελειώνει η καραντίνα. Τι λες τώρα; Ποιος σηκώνεται πάλι στις 6 το πρωί; Άσε που τώρα αρχίζουν και τα κρύα! Καλά δεν μπορούσαν να περιμένουν να περάσει τουλάχιστον και ο Γενάρης;
Και κάπως έτσι μπλέκεται το μέσα μου και αρχίζει η σχιζοφρένεια! Μέσα ή έξω; Δουλειά ή σπίτι; Δεν ξέρω, με έχετε μπερδέψει! Δώστε μου λίγο χρόνο τουλάχιστον να αποφασίσω!
Της Σοφίας Β.