Πόρνες

Η τέταρτη κατά σειρά πόρνη που βρέθηκε κατακρεουργημένη, είχε αλλάξει την κατάσταση στις παράνομες πιάτσες της Αθήνας. Οι κοπέλες είχαν τρομοκρατηθεί πολύ και κάποιες (αυτές που είχαν την “πολυτέλεια”) είχαν αποσυρθεί, μέχρι να βρεθεί ο δράστης. Υπήρχαν όμως κι οι άλλες, αυτές που τις υποχρέωνε ο νταβατζής τους να βγούνε στο δρόμο. Εκείνες που ήταν αναλώσιμες για τον “προστάτη” τους. Υπήρχαν κι οι άλλες, αυτές που για να πάρουν τη δόση τους ή για να αγοράσουν γάλα στα μωρά τους, έπρεπε να βρίσκονται στη “θέση” τους κάθε βράδυ.


Ο φόβος ήταν έντονος στα σκοτεινά σοκάκια και ο μανιακός δολοφόνος ήταν το πρώτο θέμα συζήτησης. Ο πρώτος φόνος είχε γίνει πριν τρεις μήνες και πριν προλάβουν όλοι να τον θεωρήσουν τυχαίο γεγονός, ακολούθησε ακόμη ένας και γρήγορα άλλος ένας, μέχρι που οι νεκρές γυναίκες έγιναν τέσσερις. Ο τρόπος δράσης του δολοφόνου ήταν συγκεκριμένος. Περνούσε απ’ τις παράνομες πιάτσες με αυτοκίνητο, διαπραγματευόταν την τιμή κι έπαιρνε την γυναίκα μαζί του. Την οδηγούσε σε κάποια ερημική τοποθεσία κι αφού την βίαζε με άγριο τρόπο, την πετσόκοβε με αιχμηρό αντικείμενο. Και οι τέσσερις πόρνες που βρέθηκαν νεκρές, εκτός από το ότι ήταν όλες άγρια βιασμένες, ήταν βάναυσα χτυπημένες και μαχαιρωμένες σε όλο τους το σώμα.

Οι αρχές έδειχναν πελαγωμένες και παρότι είχαν δηλώσει με δελτίο τύπου πως οι γυναίκες που έχουν δει κάτι θα έπρεπε να μιλήσουν και να μην φοβούνται, ακόμη κι αν βρίσκονταν παράνομα στη χώρα, λίγες πόρνες πήγαν για κατάθεση. Τα στοιχεία που είχε η αστυνομία στα χέρια της, μιλούσαν για έναν άντρα 40-50 χρονών, μελαχρινό και μετρίου αναστήματος. Κατά τ’ άλλα, ο δράστης εμφανιζόταν κάθε φορά με διαφορετικό αυτοκίνητο, το οποίο είχε προηγουμένως κλέψει κι αυτό δυσκόλευε παραπάνω τις έρευνες. Φαινόταν πως έκλεβε αυτοκίνητα ανεξαρτήτου μάρκας και κυβισμού κι αμέσως μετά κατευθυνόταν στις πιάτσες του αγοραίου έρωτα, για να παραλάβει το επόμενο θύμα του. Η τελευταία νεκρή βρέθηκε δυο μέρες πριν. σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, στη δυτική πλευρά της πόλης.


Το βράδυ ήταν ζεστό και την ώρα εκείνη, στο σκοτεινό δρομάκι, βρίσκονταν τρεις κοπέλες. Η Βένια, η πιο παλιά, έδειχνε κάπως πιο ήρεμη απ’ τις προηγούμενες μέρες. Με τη συχνότητα που έδειχνε να χτυπάει ο μανιακός, θα είχαν λίγες μέρες ακόμη, πριν αρχίσει να τρέμει πάλι το φυλλοκάρδι τους. Προσπάθησε να καθησυχάσει και τις υπόλοιπες, αλλά δεν φάνηκε να τα καταφέρνει. Οι άλλες δύο κοπέλες που ήταν μαζί της, η Αλίσια και η Μαλένα, ήταν καινούριες στο επάγγελμα και μικρές σε ηλικία. “Αν ήταν στο χέρι μου, θα κλειδωνόμουν στο σπίτι μέχρι να τον πιάσουν τον πούστη!” είπε με τα σπαστά ελληνικά της η Αλίσια. “Σιγά μη σ’ άφηνε ο Σταύρος!” της είπε ειρωνικά η Μαλένα. Και τα δυο κορίτσια ήταν απ’ την Αλβανία και είχαν γνωριστεί στην πιάτσα πριν 3 περίπου μήνες. Η Αλίσια είχε σχέση με τον Σταύρο. Εκείνος την είχε φέρει απ’ την Αλβανία ένα χρόνο περίπου πριν και γρήγορα την έβγαλε στο κλαρί. Έκανε αυτή τη δουλειά για να του πληρώνει τα χαρτοπαίγνια και το αλκοόλ στα οποία ήταν εθισμένος. Η Μαλένα, είχε έρθει απ’ την Αλβανία τρία χρόνια πριν κι αυτό που την έβγαλε στο δρόμο ήταν ότι έπρεπε να στέλνει χρήματα στο μωρό της, που το είχε αφήσει πίσω στη χώρα της. Καμία άλλη δουλειά δεν θα της απέφερε αρκετά χρήματα για να μπορεί να ζει την κόρη της, τη μητέρα της και τον ανάπηρο αδερφό της. Ήθελε με κάθε τρόπο να καταφέρει κάποια στιγμή να τους φέρει στην Ελλάδα. Τους τρεις μήνες περίπου που ήταν στο δρόμο, είχε καταφέρει να τη βγάλει καθαρή και χωρίς προστάτη, αν και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε κινδυνεύσει. Η Βένια, ήταν παλιά στο “χώρο”. Είχε δουλέψει για χρόνια σε “σπίτια” αλλά πλέον προτιμούσαν μικρότερές της κι αυτό την είχε βγάλει στο δρόμο. Δεν έδειχνε να τη νοιάζει ιδιαίτερα κι όλο αυτό το διάστημα, έκανε “επιλεκτικές εμφανίσεις” στην πιάτσα. Δυο μέρες πριν ήταν ο τελευταίος φόνος, για λίγες μέρες ακόμη μπορούσε να δουλέψει.

“Τον ξέρουμε;” ρώτησε ψιθυριστά και με τον φόβο φανερό στη φωνή της η Μαλένα. Η Βένια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και πλησίασε το αυτοκίνητο που σταμάτησε μπροστά τους. Τα κορίτσια την είδαν να σκύβει και να συζητάει με τον οδηγό και γρήγορα να απομακρύνεται κουνώντας επιδεικτικά τα τροφαντά οπίσθιά της. Ο οδηγός έκανε σήμα στην Μαλένα να πλησιάσει. Η Μαλένα στραβοκατάπιε και πλησίασε με αργά βήματα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τα κορίτσια την είδαν να μπαίνει στο αυτοκίνητο και να απομακρύνεται.

Ο οδηγός ήταν γύρω στα 30-35, μελαχρινός και φορούσε μια παλιά γκρι φόρμα. Η Μαλένα τον κοιτούσε περιεργαστικά, αλλά προσπαθούσε να μην την πάρει χαμπάρι. Το δέρμα του ήταν σταρένιο και τα μάτια του σκουρόχρωμα. Στη δεξιά πλευρά του λαιμού του είχε μια ελιά, αρκετά μεγάλη σε μέγεθος. Ήταν ψηλός, γύρω στο 1,85. Στη διαδρομή δεν μίλησαν πολύ. Της είπε απλά ότι λέγεται Ανδρέας.“Που πάμε;” τον ρώτησε δειλά, όταν τον είδε να προσπερνάει τα ξενοδοχεία ημιδιαμονής που βρίσκονταν κοντά στην πιάτσα. “Γουστάρω υπαίθρια, αν δεν σε πειράζει!” της είπε σε άπταιστα ελληνικά και χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Η Μαλένα άρχισε να νιώθει άβολα, αλλά προσπάθησε να μη το δείξει. Γύρισε το πρόσωπό της προς το παράθυρο και κοιτούσε το δρόμο, όπως απομακρύνονταν σιγά σιγά απ’ το κέντρο.

Μπήκαν σ’ έναν παράδρομο και μετά σ’ ένα χωματόδρομο και το αυτοκίνητο σταμάτησε σ’ ένα χωράφι. Τριγύρω δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε σπίτια, ούτε κτίρια. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ο Αντρέας έσβησε τη μηχανή και χωρίς να πει λέξη, έπεσε πάνω της κι άρχισε να τη φιλάει βίαια. Η Μαλένα προσπάθησε να τον απομακρύνει από πάνω της κι εκείνος εκνευρισμένος της είπε “Τι έγινε πουτανίτσα; Γουστάρεις ζοριλίκια;”. Της τράβηξε δυνατά το δικτυωτό καλσόν που φορούσε και το έσκισε. Η Μαλένα άνοιξε γρήγορα την πόρτα και προσπάθησε να βγει, αλλά ο Αντρέας την έπιασε απ’ τα μαλλιά και την τράβηξε κοντά του. “Δεν είσαι καλή στη δουλειά σου… Κρίμα γιατί εσένα σε είχα συμπαθήσει…” της είπε κι η Μαλένα ένιωσε μια κρύα λεπίδα στο σβέρκο της. Η Μαλένα γύρισε απότομα και τον χτύπησε δυνατά με τα δάχτυλά της στα μάτια. Ο Αντρέας βόγκηξε απ’ τον πόνο, δίνοντάς της χρόνο να βγει απ’ το αυτοκίνητο και ν’ αρχίσει να τρέχει.

Δεν άργησε να την ακολουθήσει και να την προλάβει. Εξάλλου δεν μπορούσε να τρέξει γρήγορα με τα τακούνια. Όπως βρισκόταν πίσω της, την έσπρωξε με δύναμη κι η Μαλένα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα. Ο Αντρέας έπεσε πάνω της κι ακούμπησε το μαχαίρι πάνω στο δεξί πλευρό της. Ένα κλικ ακούστηκε πάνω στο κεφάλι του. Ο ήχος ενός όπλου που όπλισε. “Ακίνητος. Μια κίνηση κι είσαι νεκρός!” άκουσε μια αντρική φωνή πίσω του και αμέσως εμφανίστηκαν μπροστά τους 5 αστυνομικοί με τα όπλα παρατεταμένα. “Είσαι μαλάκας Πετρόπουλε! Ευτυχώς που δεν ήρθες αφότου με σκοτώσει!” είπε η “Μαλένα” εκνευρισμένη, την ώρα που είχε σηκωθεί όρθια και τίναζε τα ρούχα της.

“Ο δράκος που σκότωνε πόρνες, στα χέρια της αστυνομίας”. Αυτό ήταν το πρωτοσέλιδο όλων των εφημερίδων την επόμενη μέρα. Η ομάδα της αστυνομίας που είχε αναλάβει την υπόθεση, βραβεύτηκε και παρασημοφορήθηκε απ’ τον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. Τέσσερις γυναίκες είχαν χάσει τη ζωή τους, αλλά πλέον ο ένοχος ήταν στα χέρια τους. Είχαν καταφέρει να κρατήσουν μυστικές όλες τις πληροφορίες που είχαν συλλέξει. Η ελιά στο λαιμό του δράστη, ήταν αυτή που κατάφερε να σώσει τη “Μαλένα” κι όλες τις υπόλοιπες που θα ακολουθούσαν αν δεν είχε συλληφθεί…

Οι πιάτσες του αγοραίου έρωτα ήταν ασφαλείς. Για λίγο καιρό ακόμη…

 

Story by Κατερίνα Γ.


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.


Create a website or blog at WordPress.com

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading