,

Αγάπη στις ράγες

Στο σταθμό υπήρχε πολύς κόσμος που προσπαθούσε να προφυλαχτεί απ’ την δυνατή βροχή, κάτω απ’ το στενό υπόστεγο. Η Δανάη στεκόταν από ώρα όρθια, στην ίδια ακριβώς θέση κοιτώντας τις γραμμές του τρένου. Παρέμενε εκεί, χωρίς να την νοιάζει που έσταζε ολόκληρη, χωρίς να την νοιάζει αν κάποιοι την κοιτούσαν και την περνούσαν για τρελή. Έμενε εκεί, τυλιγμένη με το καφέ παλτό της και τα χέρια της να την αγκαλιάζουν, για να προφυλαχτεί ίσως απ’ τον δυνατό αέρα. Αυτή ήταν και η μοναδική κίνησή της, που έδειχνε πως καταλάβαινε την κατάσταση του καιρού. Έβρεχε καταρρακτωδώς απ’ το πρωί εκείνης της μέρας, σχηματίζοντας λιμνούλες σε κάθε λακκούβα του δρόμου και ο αέρας ήταν κρύος και μανιασμένος. Ήταν μια απ’ τις κρύες μέρες εκείνου του Δεκέμβρη.


Τα ρούχα της Δανάης και τα μαλλιά της έσταζαν και το μακιγιάζ που είχε κάνει λίγες ώρες πριν, είχε σχεδόν ξεπλυθεί απ’ το βρόχινο νερό. Στο χέρι της κρατούσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με λίγα πέταλα κι αυτά ταλαιπωρημένα απ’ τη βροχή που έπεφτε πάνω τους δυνατά. Τα υπόλοιπα τα είχε πάρει ο δυνατός αέρας. Στα μεγάφωνα ακούστηκε η άφιξη του επόμενου τρένου για Θεσσαλονίκη και κάποιοι απ’ αυτούς που βρίσκονταν κάτω απ’ το υπόστεγο, άρχισαν να τακτοποιούν τα πράγματά τους για να μπουν στο τρένο που έφτανε. “Μην είστε τόσο κοντά στις ράγες παρακαλώ!” άκουσε μια αντρική φωνή δίπλα της. Δεν γύρισε το κεφάλι την προς το μέρος του, έκανε απλά μεταβολή κι άρχισε να περπατάει με αργά βήματα προς την έξοδο.

Την ίδια ώρα, ο Θωμάς βρισκόταν με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο κρύο παράθυρο του τρένου. Το πρόσωπό του έμοιαζε χαρακωμένο από βαθιές ρυτίδες, όχι αυτές που έρχονται καθώς περνούν τα χρόνια. Τις άλλες, αυτές που η οδύνη χαράζει στα πρόσωπα που πονάνε βαθιά. Βαθιά κι αθόρυβα. Τα μάτια του ήταν θολά και το βλέμμα του ενώ ήταν καρφωμένο στο τοπίο έξω απ’ το παράθυρο, ήταν φανερό πως δεν έβλεπε απολύτως τίποτα. Ήταν ένα βλέμμα που ταξίδευε, που ονειρευόταν κι ας ήταν τα μάτια του ορθάνοιχτα.


Το τρένο είχε ήδη διανύσει αρκετά χιλιόμετρα κι όμως εκείνος παρέμενε ακίνητος, στην ίδια ακριβώς στάση. Στα χέρια του κρατούσε σφιχτά ένα μαύρο, δερμάτινο βραχιολάκι. Το είχε κλείσει τόσο σφιχτά στη χούφτα του, που το χέρι του είχε ιδρώσει, παρότι έκανε πολύ κρύο εκείνη την βροχερή μέρα του Δεκέμβρη. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, μιλούσε και γελούσε δυνατά, τίποτα όμως δεν τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του. Τα μάτια του παρέμεναν καρφωμένα, κοιτώντας με θολό βλέμμα το απόλυτο κενό.

Όταν η Δανάη μπήκε στο σπίτι της, ένιωθε τόσο κουρασμένη σαν να έτρεχε ώρες ατέλειωτες. Πέταξε το βρεγμένο παλτό της στο πάτωμα, έβγαλε τα παπούτσια της, τα άφησε σε μια γωνία στο χωλ και περπάτησε με αργά βήματα στο σαλόνι. Έπεσε στον καναπέ αποκαμωμένη, χωρίς να την νοιάζει που ήταν βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο. Κοίταξε το άλλοτε κατακόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι της. Ένα πέταλο είχε μείνει μόνο στη θέση του. Κουλουριάστηκε με τα πόδια πάνω στον καναπέ και ξέσπασε σ’ ένα δυνατό κλάμα.

Όταν ο Θωμάς μπήκε στο σπίτι του, πέταξε με μανία τον μαύρο σάκο του σε μια γωνία, έβγαλε τη μπλούζα και τα παπούτσια του κι έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι. Κοίταξε το δεξί του χέρι. Κοίταξε το μαύρο βραχιόλι να του αγκαλιάζει τον καρπό και το χάιδεψε απαλά με το αριστερό του χέρι. Αναστέναξε βαριά και πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο του στο κομοδίνο. Γύρισε ανάσκελα και το άναψε. Πήρε δυο βαθιές ρουφηξιές, στέλνοντας τον καπνό στο ταβάνι.

Η Δανάη πήρε το κινητό της στα χέρια της και σχημάτισε τον αριθμό του. Κατειλημμένος… Ακούμπησε το κινητό απογοητευμένη στον καναπέ δίπλα της. Δύο δευτερόλεπτα μετά κι ο ήχος κλήσης ταρακούνησε το κορμί της. Πήρε το κινητό με αγωνία στα χέρια της.

-Έφτασες;

-Ναι μάτια μου. Είμαι ήδη στο σπίτι. Είσαι καλά;

-Όχι. Εσύ;

-Όχι…

Για δευτερόλεπτα, μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν στο ακουστικό. Μια κοινή παύση, γεμάτη με λόγια που κι οι δυο ήθελαν να πουν. Τα ίδια ακριβώς λόγια. Αυτά τα λόγια που είχαν ανταλλάξει τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν.

-Τα ήξερα όλα αυτά! Γι’ αυτό ήμουν τόσο επιφυλακτική μαζί σου. Γι’ αυτό σου έλεγα να μην το αρχίσουμε καν!

-Μπορούσα να τα φανταστώ, αλλά δεν μ’ ένοιαζε.

-Σ’ αγαπάω!

-Σ’ αγαπάω!

Όσο κι αν το πάλεψαν, όσο κι αν ήθελαν να πιστέψουν στα παραμύθια, βαθιά μέσα τους ήξεραν πως αυτό δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Δυο άνθρωποι που τους χώριζαν τόσα χιλιόμετρα, χωρίς καμία προοπτική αυτό να μπορεί να αλλάξει. Δυο άνθρωποι με βαθιές ρίζες, να τους κρατάνε τον καθένα στον δικό του τόπο. Όσο κι αν το πάλεψαν, αποδείχτηκε περίτρανα, όπως τις περισσότερες φορές στη ζωή, πως αυτά που διαβάζουμε στα παραμύθια, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ιστορίες για παιδιά.

Η Δανάη παντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα κι έκανε 2 παιδιά. Στη βιβλιοθήκη, στην 8η σελίδα του αγαπημένου της βιβλίου, υπήρχε ένα αποξηραμένο κοτσάνι τριαντάφυλλου. Ο Θωμάς παντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα κι έκανε 1 παιδί. Στο πορτοφόλι του, σε μια μικρή θήκη, υπήρχε ένα φθαρμένο απ’ τα χρόνια, μαύρο βραχιολάκι.

Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί… ποιος ξέρει;

 

Της Κικής Γιοβανοπούλου

 

 

 


Μία απάντηση στο “Αγάπη στις ράγες”

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.


Create a website or blog at WordPress.com

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading

Discover more from TheWomen

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading