Ήταν σχεδόν 6 χρόνια μαζί, τα τελευταία 4 συζούσαν. Ο χωρισμός ήταν δύσκολος. Οι τελευταίες λέξεις του Άρη φεύγοντας ήταν “Θα το μετανιώσεις!”. Μέχρι να φτάσουν εκεί, είχαν ανταλλάξει πικρές κουβέντες. Η απόφαση ήταν δική της κι εκείνος δεν μπορούσε να την δεχτεί. “Τι θα κάνεις χωρίς εμένα; Τίποτα δεν μπορείς να καταφέρεις!” “Τι νομίζεις; Θα φύγω εγώ και θα σε θέλει κανένας άλλος; Έχεις δει πως έχεις καταντήσει;” “Σε λίγες μέρες θα με παρακαλάς να επιστρέψω!”. Τα λόγια πλήγωναν σαν μαχαίρια. Αντιδρούσε κι εκείνη, φώναζε, θύμωνε, δεν το έβαζε κάτω… τα βράδια όμως, έκλαιγε στα κρυφά, φοβόταν… “Κι αν έχει δίκιο;”…
Τη μέρα που της πέταξε τα κλειδιά του σπιτιού, κρατώντας στο χέρι τα τελευταία του πράγματα κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του, εκείνη έμεινε για ώρες στο πάτωμα να κλαίει. Ήταν από φόβο, από απογοήτευση, από ανακούφιση, από θλίψη, από πόνο… ένα κράμα όλων αυτών. Το πρώτο βράδυ δεν έκλεισε μάτι! Άκουγε θορύβους στην πόρτα… στο μπαλκόνι… στο μυαλό της… Θορύβους που την κράτησαν ξύπνια μέχρι το πρωί! Σύρθηκε στην κουζίνα κι έκανε καφέ. Κάθισε στην καρέκλα και κοίταξε απ’ το παράθυρο. Ξημέρωνε… Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε έξω. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Είχε ψύχρα κι ασυναίσθητα τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ τα μπράτσα της. “Εγώ θα με ζεσταίνω πια” σκέφτηκε και μειδίασε…
Μέσα στους επόμενους μήνες είδε πολλούς εφιάλτες, έκλαψε πολύ, πέρασε απίστευτα βράδια μοναξιάς, έγινε ολόκληρα σαββατοκύριακα ένα με τον καναπέ, με το τηλεκοντρόλ προέκταση του χεριού της, πέταξε πολλές φορές το κινητό της βλέποντας το όνομά του στην οθόνη να την καλεί… Μέσα στους επόμενους μήνες, άλλαξε δουλειά, πήρε δίπλωμα αυτοκινήτου, αγόρασε σκύλο (που τον ονόμασε Hope), έβαψε το σπίτι της σε όμορφα απαλά χρώματα, αγόρασε καινούριο κρεβάτι, άλλαξε χτένισμα και χρώμα μαλλιών, πήγε εκδρομές, χαμογέλασε αληθινά… Μέσα στους επόμενους μήνες, έγινε σιγά σιγά εκείνη που ήταν παλιά… εκείνη που ήθελε να είναι…
Βγήκε στο μπαλκόνι. Ξημέρωνε… Μια ψύχρα την διαπέρασε κι ασυναίσθητα τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ τα μπράτσα της. “Θα μου κρυώσεις!” άκουσε τη φωνή του Νίκου πίσω της. Την φίλησε τρυφερά στον ώμο και ακούμπησε στην πλάτη της μια ζακέτα…
Από την Κική Γιοβανοπούλου