Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια γυναίκα… Μια γυναίκα απλή, καθημερινή… σαν αυτές που βλέπεις στο δρόμο ή στην ουρά του ταμείου του σούπερ μάρκετ. Μια γυναίκα που διψούσε να γίνει “Η ΜΙΑ” για εκείνον… για εκείνον που ερωτεύτηκε… Τον ερωτεύτηκε πολύ και δυνατά, σχεδόν άρρωστα… Στα μάτια της έγινε “Ο ΕΝΑΣ”. Για εκείνον, παρέμεινε απλά “μια γυναίκα”. Δεν την εκτίμησε ποτέ. Θεώρησε δεδομένα τα αισθήματά της και τα ποδοπάτησε με το 45 νούμερο αθλητικό παπούτσι του, εκείνο που αυτή του είχε χαρίσει στα γενέθλιά του. Την εκμεταλλεύτηκε, την εξαπάτησε, την μείωσε, την ταπείνωσε, την πρόδωσε…


Τυφλωμένη από έρωτα ή ίσως απ’ την απελπιστική ανάγκη της να αγαπηθεί, ανέχτηκε πολλά! Τις μέρες έκανε πως δεν τα έβλεπε, έβγαζε τρελούς τους γύρω της και δήλωνε ευτυχισμένη. Τα βράδια μούσκευε το μαξιλάρι με δάκρυα, μπλεγμένα με χαμένα όνειρα κι ελπίδες. Στα μάτια του μικρή… σχεδόν αόρατη. Το δήλωνε με κάθε λέξη, με κάθε βλέμμα. Στον καθρέφτη της, ήταν απλά χλωμή, γερασμένη και κουρασμένη… σχεδόν διάφανη…


Ρουφούσε σαν διψασμένη τις μικρές σταγόνες ευτυχίας που της χάριζε και τις πλήρωνε στη μαύρη, με πόνο και φόβο… Εκείνη… η δυναμική, η χαμογελαστή, η αέρινη, έγινε σκιά του εαυτού της. Ξέχασε ποια ήταν και ζούσε με τη σκέψη πως εκείνος έχει δίκιο, δεν αξίζει τίποτα περισσότερο. Έπαιρνε ότι της έδινε κι έλεγε κι ευχαριστώ. Εξάλλου εκείνος, ήταν τόσο σπουδαίος… χάρη της έκανε που γύρισε και την κοίταξε!

Μια φορά κι έναν καιρό, ήρθε η μέρα που έγινε το μεγάλο μπαμ! Κι άνοιξε το παράθυρο και πέταξε στο δρόμο τον μανδύα του “θύματος”, που της είχε φορέσει στην πλάτη, κι εκείνη δέχτηκε αγόγγυστα. Είχε βαρύνει πια και δεν μπορούσε να τον σηκώνει. Απ’ το ίδιο παράθυρο, πέταξε και το άρωμα που της είχε χαρίσει… και τα μικρά κουτάκια με τα δείγματα των συναισθημάτων που της είχε σχεδόν πετάξει στα μούτρα… Πάλεψε με τους δικούς της δαίμονες πολλές φορές, μέχρι να το κάνει και να που ήρθε η στιγμή και τους νίκησε!

Κι ήρθε η ώρα που του γύρισε την πλάτη… Τίναξε τα μαλλιά της κι αποχώρησε με συνοπτικές διαδικασίες. Χωρίς άλλα κλάματα, χωρίς άλλες εξηγήσεις, χωρίς άλλα παράπονα… Τόσος ήταν. Ένα φτηνό πατσουλί και δυο τρία μικρά μπουκαλάκια με δειγματάκια αγάπης, κατάφερε να της χαρίσει, την ώρα που εκείνη του χάριζε “γη και ύδωρ”… Έβαλε στην κωλότσεπη του τζιν, τις ευθύνες και τα λάθη της κι έκλεισε πίσω της την πόρτα… ή μάλλον… άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Δεν αποχώρησε… απελευθερώθηκε… Δεν ήταν το τέλος… μια καινούρια αρχή ήταν…

 

PS. Για την… Θα δεις που στο τέλος, όλα θα πάνε καλά!

Της Κικής Γιοβανοπούλου
Advertisements

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.